λιτί

λιτί
λῑτί , λίς 2
smooth
fem dat sg
λῑτί , λίς 2
smooth
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιτί — (Α) βλ. λις (I) …   Dictionary of Greek

  • λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… …   Dictionary of Greek

  • лен — I вид феодального землевладения , впервые у Петра I; см. Смирнов 177 и сл. Из нем. Lеhеn лен . II лен, род. п. льна, дат. п. льну, укр. лен, род. п. льну, ст. слав. льнѣнъ льняной (Супр.), болг. лен, сербохорв. ла̏н, словен. lȃn, род. п. lа̑nа,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”